ξεδιαλέγω — ξεδιαλέγω, ξεδιάλεξα, ξεδιαλεγμένος βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεδιαλέγω — και ξεδιαλέω (Μ ξεδιαλέγω) αποχωρίζω το πιο καλό ή κατάλληλο μέρος από ένα σύνολο, επιλέγω, διαλέγω, ξεχωρίζω μσν. υποβάλλω κάποιον ή κάτι σε εξέταση, ελέγχω, δοκιμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + διαλέγω] … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
απεκλέγομαι — ἀπεκλέγομαι (Α) ξεδιαλέγω, αποχωρίζω τα άχρηστα ή τα περιττά … Dictionary of Greek
αποδιαλέγω — (Μ ἀποδιαλέγω) διαλέγω το καλύτερο, ξεδιαλέγω … Dictionary of Greek
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
ξεδιαλεγούδι — το οτιδήποτε μένει μετά από το διάλεγμα, απόρριμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεδιαλέγω + κατάλ. ούδι (πρβλ. αποφαγ ούδι)] … Dictionary of Greek
ξεσκαρτάρω — 1. αφαιρώ από την τράπουλα τα χαρτιά που είναι περιττά για το παιχνίδι ή που πρόκειται να αντικατασταθούν από άλλα 2. βγάζω τα σκάρτα, αποβάλλω από ένα σύνολο τα άχρηστα ή περιττά πράγματα, ξεδιαλέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκαρτάρω «αποβάλλω τα… … Dictionary of Greek
σημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμαίνω Α [σῆμα / σᾱμα] 1. δίνω σήμα, σημείο με ήχο ή με κάποιον άλλο τρόπο (α. «η καμπάνα σήμανε εσπερινό» β. «η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο» γ. «ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα», Ηρόδ.) 2. έχω, δηλώνω ή φανερώνω κάποια σημασία ή… … Dictionary of Greek